- ἔμβολοι
- ἔμβολοςanything pointed so as to be easily thrust inmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπολιάρης — ο επαίτης, ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μσν. *εμβολιάρης < ἔμβολοι «κεντρικοί δρόμοι»] … Dictionary of Greek
Άντσιο — (Anzio). Πόλη (36.500 κάτ. το 2002) της νοτιοκεντρικής Ιταλίας στο Λάτσιο, επαρχία της Ρώμης. Είναι αλιευτικό λιμάνι στο Τυρρηνικό πέλαγος και κέντρο παραθερισμού. Πρόκειται για το αρχαίο Άντιο (Antium), πατρίδα του Καλιγούλα. Χτίστηκε, σύμφωνα… … Dictionary of Greek